ΟΡΜΟΝΙΚΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ

Η ρύθμιση του μεταβολισμού εξαρτάται τα μέγιστα από την ορμονική ισορροπία.
 
Ο έλεγχος ενδείκνυται σε ενήλικα άτομα με ενδείξεις διαταραχών στο σωματικό βάρος, στη μυική ανάπτυξη, στην αθλητική απόδοση,
στη γενικότερη διάθεση και συμπεριφορά, στη σεξουαλική διάθεση, στις πνευματικές λειτουργίες, στον ύπνο, κ.α.
 
Στην μελέτη του βασικού ορμονικού μεταβολισμού, χρησιμοποιούμε τις ορμόνες:
- fT4 (ελεύθερη θυροξίνη), TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη): ελέγχουμε τις βασικές παραμέτρους της θυρεοειδικής λειτουργίας. Ο θυρεοειδής ρυθμίζει συνολικά το ρυθμό του μεταβολισμού σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού. Πιθανή υπερλειτουργία ή υπολειτουργία του διαταράσσει σημαντικά την διαχείριση του βάρους, του μεταβολισμού των λιπών και χοληστερινών καθώς και των σακχάρων.
- Ινσουλίνη (Ins) πεπτίδιο είναι οι υπεύθυνη ορμόνη για τον καταβολισμό των υδατανθράκων (σάκχαρα). Με την μέτρηση τους διαπιστώνουμε την ικανότητα του οργανισμού να καταβολίζει τα σάκχαρα με συγκεκριμένο ρυθμό και αποτελεσματικότητα. Αξιολογούν περαιτέρω την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη σε περιπτώσεις που μπορεί να υποθέσει κανείς την πιθανή εμφάνισή του στο μέλλον λόγω παχυσαρκίας, οικογενειακού ιστορικού κ.α.
- Κορτιζόλη (Cort) είναι η αντίστροφη σε δράση ορμόνη προς την ινσουλίνη. Υπερέκκρισή της ενισχύει την λιπογέννεση και αναστέλλει την λιπόλυση, ενώ καθιστά την καύση των σακχάρων προβληματική, δίνοντας υψηλές τιμές σακχάρου.
- Τεστοστερόνη (Testo) αποτελεί την κύρια ανδρογόνο ορμόνη, η οποία είναι απαραίτητη για την σωστή ανάπτυξη των μυών, που με την σειρά τους ρυθμίζουν τον μεταβολισμό.
 
Στην αξιολόγηση των ορμονών προτείνεται και η συνεκτίμηση των βιοχημικών παραμέτρων
Σάκχαρο (Glu): Ελέγχεται πιθανή υπερ-γλυκαιμία ή υπο-γλυκαιμία καθώς και ο υποκλινικός λανθάνων διαβήτης (προδιαβητική κατάσταση). Πλέον χρήσιμη είναι η μέτρηση του σακχάρου 2-ώρου, δηλαδή του σακχάρου μετά από δύο ώρες από γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες και σάκχαρα, με το οποίο ανιχνεύεται η προδιάθεση διαβήτη με μεγαλύτερη ευαισθησία.
Κρεατινοφωσφοκινάση (CK ή CPK): Αποτελεί ένζυμο των κυττάρων των μυών το οποίο πρέπει να ανιχνεύεται στο αίμα σε συγκεκριμένα επίπεδα. Χαμηλές ή υψηλές τιμές του αξιολογούνται εμμέσως στην αξιολόγηση του μεταβολικού ρυθμού.
CRP (C-αντιδρώσα πρωτεΐνη):  Είναι βασικός δείκτης φλεγμονής που αξιολογείται στην ανίχνευση αρνητικής επίδρασης των φλεγμονών και του πιθανά υπερβολικού λιπώδους ιστού στον μεταβολισμό.
Γενική ούρων: Χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση του μεταβολισμού κυρίως μέσω της ανίχνευσης πρωτεϊνών και κετονικών σωμάτων, παρουσία των οποίων μπορεί να υποδηλώνει καταβολικό στάδιο το οποίο εξασθενεί σημαντικά τον οργανισμό.

 

© 2012 dps - Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα - ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ ΨΥΡΡΟΠΟΥΛΟΣ Ζ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ / Cardiologist Psirropoulos Dimitrios MD, PhD - ProCardia Medical Institute / An Integrated Cardio Metabolic and Ergometric Centre for Adults and Children

Υλοποιήθηκε από Webnode